φορολογικός

φορολογικός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φορολογία (βλ. λ.): Φορολογικό δικαστήριο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φορολογικός — ή, ό / φορολογικός, ή, όν, ΝΜ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φορολογία (α. «φορολογικοί κατάλογοι» β. «ξυνεκύκας τὰ φορολογικὰ θηρία», Μιχ. Ακομ.) νεοελλ. φρ. α) «φορολογική απαλλαγή» (οικον.) η ολική ή μερική κατάργηση τής υποχρέωσης ενός… …   Dictionary of Greek

  • Ανγκουίλα — Νησί (96 τ. χλμ., 12.000 κάτ. το 2002) της Καραϊβικής θάλασσας (Μικρές Αντίλλες), που ανήκει στις κτήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου. Πρωτεύουσά του είναι η πόλη Βάλεϊ. Οι κάτοικοι, αφρικανικής καταγωγής στην πλειοψηφία τους, ασχολούνται με την… …   Dictionary of Greek

  • απογραφή — Στατιστική εργασία με τη βοήθεια της οποίας υπολογίζεται περιοδικά και ταυτόχρονα ο αριθμός των κατοίκων μιας περιοχής και η βιολογική (ηλικία, φύλο) και κοινωνική (ιθαγένεια, γλώσσα, εκπαίδευση, θρησκεία, οικονομική και επαγγελματική κατηγορία)… …   Dictionary of Greek

  • διστιχία — η (AM διστιχία) η διστοιχίαση αρχ. 1. διπλή σειρά ή γραμμή 2. δίστιχο* 3. δεύτερος φορολογικός κατάλογος …   Dictionary of Greek

  • κηνσοφύλαξ — κηνσοφύλαξ, ακος, ό (ΑΜ) ο φύλακας τών κήνσων, φορολογικός υπάλληλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆνσος (< λατ. census) + φύλαξ (< φύλαξ), πρβλ. αρχειο φύλαξ, θησαυρο φύλαξ. Απόδοση τού λατ. custos census] …   Dictionary of Greek

  • ποσοτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ποσότητα («ποσοτική εξέταση) 2. φρ. α) «ποσοτική ανάλυση» χημ. κλάδος τής χημείας που ασχολείται με τον προσδιορισμό τής ποσότητας ή τής ποσοστιαίας αναλογίας τών συστατικών ενός δείγματος β) «ποσοτική… …   Dictionary of Greek

  • πρωταπόγραφος — ὁ, ἡ πρωταπόγραφον, τὸ, Α [πρωταπογράφομαι] φορολογικός κατάλογος προσώπων που για πρώτη φορά εγγράφονται σε αυτόν …   Dictionary of Greek

  • ταξατίων — ωνος, ἡ, Μ φορολογικός καθορισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. taxatio, iōnis «τίμημα, τιμή, διατίμηση»] …   Dictionary of Greek

  • τρακτατίων — ωνος, ἡ, Μ 1. χρήση, μεταχείριση 2. φορολογικός κατάλογος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tractatio «χρήση, μεταχείριση»] …   Dictionary of Greek

  • φισκαλιστής — ο, Ν οπαδός οικονομικής σχολής που πρεσβεύει ότι ο καλύτερος και αποτελεσματικότερος έλεγχος τής οικονομίας επιτυγχάνεται μέσω τής δημοσιονομικής πολιτικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fiscal «δημοσιονομικός, φορολογικός» < fisc «φορολογία, εφορία»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”